φιλόψυχος

φιλόψυχρος

φιλοψύχως
φιλό·ψυχρος, ος, ον [] qui aime le froid ou la fraîcheur, Th. C.P. 2, 3, 3 ; Plut. M. 648d.
Étym. φ. ψυχρός.