φιλορρώξ

φιλορτυγοτροφέω-ῶ

φιλόρτυξ
φιλ·ορτυγοτροφέω-ῶ [ῐῠ] aimer à nourrir, c. à d. à élever des cailles, Artém. 3, 5.
Étym. φ. ὀρτυγοτρόφος.