φιλορρώθων

φιλορρώξ

φιλορτυγοτροφέω-ῶ
φιλο·ρρώξ, ῶγος (ὁ, ἡ) [] ami du raisin, fécond en raisin, Anth. 7, 22.
Étym. φ. ῥώξ de *ϝρώξ.