φιλόσπουδος

φιλοστάφυλος

φιλοστεφανέω-ῶ
φιλο·στάφυλος, ος, ον [ῐᾰῠ] qui aime le raisin, abondant en raisin, Nonn. D. 29, 234.
Étym. φ. σταφυλή.