φιλοστάφυλος

φιλοστεφανέω-ῶ

φιλοστέφανος
φιλοστεφανέω-ῶ [ῐᾰ] aimer, rechercher ou disputer les couronnes, Pol. 1, 16, 10 ; 7, 10, 2 ; Plut. M. 1000b.
Étym. φιλοστέφανος.