φιλοτεκνέω-ῶ

φιλοτεκνία

φιλότεκνος
φιλοτεκνία, ας () [φῐ] amour pour ses enfants, Plut. M. 14b ; Hdn 6, 5, 18 ; DL. 1, 26.
Étym. φιλότεκνος.