φιλοθηρία

φιλόθηρος

Φιλόθηρος
φιλό·θηρος, ος, ον [] qui aime la chasse, Xén. Cyn. 5, 25 ; Plat. Rsp. 535d, 549a ||
Sup. -ότατος, Xén. An. 1, 9, 6.