φιλοτοιοῦτος

φιλοτραγήμων

φιλοτραγῳδός
φιλο·τραγήμων, ων, ον, gén. ονος [ῐᾰ] qui aime les friandises de dessert, Eub. (Ath. 642c).
Étym. φ. τράγημα.