φλυκταινίς

φλυκταινοειδής

φλυκταινόομαι-οῦμαι
φλυκταινο·ειδής, ής, ές, qui ressemble à une pustule ou à des pustules, Hpc. 641, 12.
Étym. φλύκταινα, εἶδος.