φλυκταινοειδής

φλυκταινόομαι-οῦμαι

φλυκταίνωσις
φλυκταινόομαι-οῦμαι, se soulever en pustules, Hpc. Coac. 195 ; Diosc. 1, 134.
Étym. φλύκταινα.