φλυκταινόομαι-οῦμαι

φλυκταίνωσις

φλυκτίς
φλυκταίνωσις, εως () éruption de pustules, de phlyctènes, Hpc. Fract. 765 ; Gal. 14, 163.
Étym. φλυκταινόομαι.