φοινικίτης

φοινικοϐάλανος

φοινικόϐαπτος
φοινικο·ϐάλανος, ου () [ῑᾰᾰ] fruit (litt. gland) du palmier, datte, Pol. 12, 2, 6 ; 26, 10, 9 ; Plut. M. 723d, 913b ; Diosc. 1, 14, 8.
Étym. φοῖνιξ, β.