φοινικοϐάλανος

φοινικόϐαπτος

φοινικοϐατέω-ῶ
φοινικό·ϐαπτος, ος, ον [] teint en pourpre, Eschl. Eum. 1028.
Étym. φοῖνιξ, βάπτω.