φοινικοϐατέω-ῶ

φοινικοϐαφής

φοινικογενής
φοινικο·ϐαφής, ής, ές [ῑᾰ] c. φοινικόϐαπτος, Philstr. Ep. 3, 27 ; Hld. 3, 3.