Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
φοινικοϐαφής
φοινικογενής
φοινικοδάκτυλος
φοινικο·γενής,
ής, ές
[
ῑ
] né en Phénicie, phénicien,
Eur.
fr. 2, 1
.
Étym.
Φοῖνιξ, γένος
.