φοινικοείμων

φοινικόεις

φοινικόκροκος
φοινικόεις, όεσσα, όεν [ῑ, -οει- et -οε- forment synizèse] c. φοινίκεος, Il. 10, 133 ; 23, 717 ; Od. 14, 500 ; 21, 118 ; Hés. Sc. 95, 196.