Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
φοινικόεις
φοινικόκροκος
φοινικόλεγνος
φοινικό·κροκος,
ος, ον
[
ῑ
] à la trame écarlate,
Pd.
O.
6, 66
.
Étym.
φοῖνιξ, κρόκη
.