φοινικόλεγνος

φοινικόλοφος

φοινικοπάρῃος
φοινικό·λοφος, ος, ον [] à l’aigrette ou à la crête écarlate, Eur. Ph. 827 ; Thcr. Idyl. 22, 72 ; Geop. 14, 16, 2.
Étym. φ. λόφος.