φοινικόλοφος

φοινικοπάρῃος

φοινικοπάρυφος
φοινικο·πάρῃος, ος, ον [ῑᾰ] aux flancs (litt. aux joues) écarlates, ép. d’un navire, Od. 11, 124 ; 23, 271.
Étym. ion. p. *φοινικοπάρειος de φ. παρειά.