φοινικοπάρῃος

φοινικοπάρυφος

φοινικόπεδος
φοινικο·πάρυφος, ος, ον [ῑᾰῠ] bordé de pourpre, en parl. de la trabea romaine, DH. 6, 13.
Étym. φ. παρυφή.