Φρέαρροι

φρεατία

φρεατιαῖος
φρεατία, ας () [ᾱτ]
1 réservoir d’eau, Xén. Hell. 3, 1, 7 ||
2 aqueduc ou conduit d’eau, Pol. 10, 28, 2 ; au sens de τὸ νειλομέτριον, Hld. 9, 122.
Étym. φρέαρ.