φρεατία

φρεατιαῖος

φρεάτιος
φρεατιαῖος, α, ον [] de puits, Th. C.P. 2, 6, 3 ; Hermipp. (Com. fr. 2, 394) ; Ath. 123f ; p. opp. à ναματιαῖον, Th. C.P. 2, 6, 3 ; à ῥυτόν, Plut. M. 954c.
Étym. φρέαρ.