φρενιτισμός

φρενοϐλάϐεια

φρενοϐλαϐής
φρενοϐλάϐεια, ας () [ᾰϐ] atteinte à l’intelligence, folie, démence, DH. 5, 9 ; Luc. Syr. 18.
Étym. φρενοϐλαϐής.