Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
φρονηματίζομαι
φρονηματισμός
φρονηματώδης
φρονηματισμός,
οῦ
(
ὁ
)
[
ᾰ
] orgueil, présomption,
Pol.
Fr. gr.
136 ;
Thém.
251
b
.
Étym.
φρονηματίζομαι
.