φρονηματιάω-ῶ

φρονηματίζομαι

φρονηματισμός
φρονηματίζομαι [] s’enorgueillir, Arstt. Pol. 2, 15, 5 ; ἐπί τινι, Pol. 22, 8, 8, de qqe ch. ; part. pf. πεφρονηματισμένος, Arstt. Pol. 3, 13, 19 ; 5, 7, 2, etc. ; DS. 16, 89, qui a l’esprit exalté, orgueilleux.
Étym. φρόνημα.