φθινόκωλος

φθινοπωρινός

φθινοπωρίς
φθινοπωρινός, ή, όν [ῐῐ] de la fin de l’automne, Hpc. Aph. 1245 ; Arstt. fr. 232 ; H.A. 5, 12, 3, etc.
Étym. φθινόπωρον.