φθινοπωρινός

φθινοπωρίς

φθινοπωρισμός
φθιν·οπωρίς, ίδος [ῐῐδ] adj. f. c. le préc. Pd. P. 5, 161 ; subst. ἡ φθ. (s. e. ἐλαία) Call. fr. 50, sorte d’olive, c. κολυμϐάς.