φθινοπωρισμός

φθινόπωρον

φθινύθω
φθιν·όπωρον, ου (τὸ) [] fin de l’automne, Hdt. 4, 42 ; 9, 117 ; Hpc. Aph. 1244 ; Thc. 2, 31 ; Arstt. H.A. 8, 19, 4, etc.
Étym. φθίνω, ὀπώρα.