φθισικεύομαι

φθισικός

φθισίμϐροτος
φθισικός, ή, όν [ῐσ] atteint de consomption, phtisique, Arstt. Probl. 5, 31 ; Plut. M. 674b ; Geop. 12, 17, 3.
Étym. φθίω.