φυγαδεύω

φυγαδικός

φυγαδικῶς
φυγαδικός, ή, όν [ῠᾰ]
1 qui concerne l’exil ou les exilés, Thc. 6, 92 ; Plut. Pel. 8, M. 603b ; τὸ φυγαδικόν, DH. 6, 63 ; DS. 14, 32 ; ou οἱ φυγαδικοί, Pol. 23, 10, 6, les bannis, les exilés ||
2 qui repousse, qui écarte, gén. Hld. 8, 11.
Étym. φυγάς.