φυγαδικῶς

φυγαδοθήρας

φυγαίχμης
φυγαδο·θήρας, ου () [ῠᾰᾱ] qui traque ou poursuit les exilés, Pol. 9, 29, 3 ; Plut. Dem. 28, etc.
Étym. φυγάς, θηράω.