φυγόπονος

φυγοπτόλεμος

φυγόπτολις
φυγο·πτόλεμος, ος, ον [] poét. c. φυγοπόλεμος, Od. 14, 213 ; Q. Sm. 1, 740.
Étym. φ. πτόλεμος.