Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
φυγοπτόλεμος
φυγόπτολις
φύζα
φυγό·πτολις
(
ὁ, ἡ
) [
ῠ
]
poét.
c.
φυγόπολις,
Max.
π. κατ.
349
.
Étym.
φ. πτόλις
.