φυκίδιον

φυκιόεις

φυκίον
φυκιόεις, όεσσα, όεν [] plein d’algues, Il. 23, 693 ; Thcr. Idyl. 11, 14 ; 21, 10 ; Opp. H. 3, 423.
Étym. φυκία.