φυλάκισσα

φύλακος

Φύλακος
φύλακος, ου ou, sel. d’autres, φυλακός, οῦ () [ῠᾰ] poét. c. φύλαξ, Il. 24, 566 ; Hdt. 1, 84, 89 ; 2, 113 ; 3, 4 ; Thcr. Idyl. 29, 38 ; A. Rh. 1, 132.