φύλακος

Φύλακος

φυλακτέος
Φύλακος, ου, épq. οιο () [ῠᾰ] Phylakos, h., particul. héros thessalien, Il. 6, 35 ; Od. 15, 231 ; Hdt. 8, 39, etc.
Étym. cf. le préc.