φυλλιόωσαι

φυλλίς

Φυλλίς
φυλλίς, ίδος () [ῐδ]
1 c. φυλλάς, Geop. 7, 18, 1 ||
2 sorte de plante, Ath. 66c ||
3 hachis d’herbes, Héraclide tar. (Ath. 120d).
Étym. φύλλον.