φυλλομανέω-ῶ

φυλλομανής

φύλλον
φυλλο·μανής, ής, ές [] qui ne pousse qu’en feuilles, Sch.-Soph. Aj. 143.
Étym. φ. μαίνομαι ; cf. ὑλομανής et ὑλομανέω.