φυγόπτολις

φύζα

φυζακινός
φύζα, ης () fuite, Il. 9, 2 ; 14, 140 ; 15, 62 ; 17, 381, etc. ; Od. 14, 269 ; 17, 438.
Étym. p. *φύγϳα, v. φεύγω.