φωνίον

φωνομαζέω-ῶ

φωνομαχέω-ῶ
φωνο·μαζέω-ῶ, exercer (litt. pétrir) la voix, Phil. in Flacc. p. 537, dout., cf. φωνασκέω.
Étym. φωνή, μᾶζα.