φώνημα

φωνητικός

φωνητός
φωνητικός, ή, όν :
1 qui concerne le son ou la parole, DL. 7, 110 ; Plut. M. 898e, etc. ||
2 doué de la parole, Corn. N.D. 17.
Étym. φωνητός.