φωτιστικός

φωτοδότης

φωτοειδής
φωτο·δότης, ου () qui donne la lumière, qui éclaire, Simpl. Epict. 47 ; Syn. Hymn. 3, 258 ; fig. Naz. 11, p. 174c.
Étym. φῶς, δίδωμι.