φωτοδότης

φωτοειδής

φωτοποιός
φωτο·ειδής, ής, ές, semblable à la lumière, Plut. M. 626c ; Héraclide du Pont (Stob. Ecl. 1, 796) ; Sext. M. 7, 93 ||
Cp. φωτοειδέστερος, Naz.
Étym. φῶς, εἶδος.