πιδακόεις

πιδακώδης

πῖδαξ
πιδακώδης, ης, ες [ῑᾰ]
1 rempli de sources, Plut. Æmil. 14 ||
2 p. suite, fécond, fertile, Plut. M. 496a.
Étym. πῖδαξ, -ωδης.