πίλησις

πιλητικός

πιλητός
πιλητικός, ή, όν [πῑ] propre à fouler :
1 ἡ πιλητική (s. e. τέχνη) l’art du foulon, Plat. Pol. 280c ||
2 qui contracte, Arstt. Probl. 14, 8.
Étym. πιλέω.