πιθανεύομαι

πιθανολογέω-ῶ

πιθανολογία
πιθανολογέω-ῶ [ῐᾰ] parler d’une manière persuasive, donner des raisons spécieuses, Epic. (DL. 10, 87) ; Arstt. Nic. 1, 1 ; DS. 1, 39.
Étym. πιθανολόγος.