πιθανολογέω-ῶ

πιθανολογία

πιθανολογικός
πιθανολογία, ας () [ῐθᾰ] langage persuasif, raison spécieuse, Plat. Theæt. 163a ; NT. Col. 2, 4.
Étym. πιθανολόγος.