Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
πλαδαρός
πλαδαρότης
πλαδαρόω-ῶ
πλαδαρότης,
ητος
(
ἡ
)
[
ᾰᾰ
] état d’un corps humide
ou
flasque,
Herm.
(
Stob.
Ecl.
1, 1096
).
Étym.
πλαδαρός
.