πλάσμα

πλασματίας

πλασματικός
πλασματίας, ου () [μᾰ]
1 arrangeur de contes ou de faussetés, conteur, Plut. Cam. 22 ||
2 adj. faux, mensonger, Arstt. G.A. 2, 1, 36, etc.
Étym. πλάσμα.