πλασματίας

πλασματικός

πλασματογράφος
πλασματικός, ή, όν [μᾰ]
1 théâtral, dramatique, Rhét. 1, 17 W. ||
2 feint, fictif, Sext. P. 1, 103.
Étym. πλάσμα.